Αρθρογραφία

Κράτημα και Εμπερίεξη

Αρθρογραφία

Κράτημα και Εμπερίεξη

Το κράτημα (συναισθηματική εμπερίεξη/κράτημα) και η εμπερίεξη οδηγούν τη σκέψη σε μια μεταφορά σχετική με το πώς η μητέρα κρατάει και εμπεριέχει το παιδί της. Το κράτημα αναφέρεται στην πραγματική συμβολική εικόνα της μητέρας να κρατά τρυφερά και προστατευτικά το μωρό στην αγκαλιά της. Στη θεραπεία αυτή η έννοια επεκτείνεται ώστε να συμπεριλάβει ένα ασφαλές περιβάλλον και μια τακτική ρουτίνα. Ο θεραπευτής κρατάει ασφαλή την ανησυχία, τη σύγχυση, τη δυσφορία και τον πόνο του θεραπευόμενου. 

Η έννοια της εμπερίεξης βασίζεται στην ιδέα του Jung ότι η διαδικασία της θεραπείας μπορεί να παρομοιαστεί με ένα δοχείο αλχημείας όπου εμπεριέχονται, αντί για τα χημικά στοιχεία, οι σκέψεις και τα αισθήματα του ασθενούς και του αναλυτή που πρέπει να κρατηθούν ασφαλή. Μια πιο καθημερινή έννοια της εμπερίεξης σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία είναι ότι αναφέρεται στον τρόπο που το βρέφος μπορεί να προβάλλει στη μητέρα του οδυνηρά, φοβιστικά, θυμωμένα αβάσταχτα συναισθήματα. Η μητέρα βιώνει αυτά τα συναισθήματα και έπειτα τα επιστρέφει στο βρέφος σε μια τροποποιημένη, εμπεριεγμένη μορφή. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο θεραπευτής επιτρέπει την καθαρκτική έκφραση συναισθημάτων εμπεριέχοντας τις προβολές του θεραπευόμενου. Δουλεύοντας αυτά τα αισθήματα με έναν αναστοχαστικό, «ενήλικο» θεραπευτή οι θεραπευόμενοι μαθαίνουν να αναστοχάζονται τις εμπειρίες τους και να εμπεριέχουν τα συναισθήματά τους. Αυτές οι διεργασίες μπορούν να γίνουν κατανοητές μέσω της θεωρίας του συναισθηματικού δεσμού. Όπως η επαρκής μητέρα ξέρει πώς να ακούσει το μωρό της και να προσαρμοστεί σε αυτό, έτσι και ο θεραπευτής ακούει και προσαρμόζεται στον θεραπευόμενό του. Μέσα στον δημιουργικό χώρο κρατήματος (συναισθηματικής εμπερίεξης) και εμπερίεξης ο θεραπευόμενος μπορεί να διατηρήσει μια εγγύτητα με τον θεραπευτή, έχοντας ταυτόχρονα τον δικό του ξεχωριστό χώρο. 

Η ενδοψυχική/διϋποκειμενική διαδικασία του κρατήματος και της εμπερίεξης  περιλαμβάνει τη διάδραση με τους θεραπευόμενους με τρόπους φροντιστικούς που σέβονται την ατομικότητα και την προσωπικότητά τους. Στην ψυχαναλυτική διαδικασία τα ανεπιθύμητα ή αρνητικά συναισθήματα εκφράζονται, προβάλλονται, και μετά ιδανικά μετουσιώνονται ερμηνευτικά από τον θεραπευτή. Στις ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις η διαδικασία περιλαμβάνει τη διάδραση μέσω βαθιάς ενσυναίσθησης προκειμένου να μεταδοθεί φροντίδα, αγάπη, ενδιαφέρον και αποδοχή. Ο στόχος είναι να προσφερθεί αρκετή οριοθέτηση ώστε η αίσθηση της ασφάλειας να επιτρέψει στον θεραπευόμενο ναανακτήσει αυτό από το οποίο έχει αποκοπεί ή να ενσωματώσει αυτό που έχει κατακερματιστεί. 

Επιχειρήματα ενατίον του κρατήματος και της εμπερίεξης        

Μέρος της τέχνης της θεραπείας είναι η εύρεση του πιο χρήσιμου και κατάλληλου τρόπου οριοθέτησης, κρατήματος και εμπερίεξης, καθώς είναι πολύ εύκολο ο θεραπευτής να σφάλει στην κρίση του. Εάν βιαστεί να παρηγορήσει έναν θεραπευόμενο που κλαίει, προσφέροντας του μια τρυφερή αγκαλιά μπορεί όντως να καταπραΰνει το συναίσθημα, αλλά αυτό μπορεί να είναι μια χαμένη ευκαιρία για τον θεραπευόμενο να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα με καθαρκτικό τρόπο.Πολλοί αμφισβητούν εξ ολοκλήρου την έννοια του κρατήματος και εμπερίεξης από τον θεραπευτή, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μη υγιή εξάρτηση. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση ο θεραπευτής, μέσω του κρατήματος και της εμπερίεξης, ακούσια χρησιμοποιεί την ευαλωτότητα του θεραπευόμενου για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες. Έτσι ο θεραπευτής που δρα από τη θέση του Φροντιστικού Γονέα μπορεί στην πραγματικότητα να εντείνει τα προβλήματα του θεραπευόμενου (που μπαίνει στη θέση του παιδιού), αποτρέποντας την «ενηλικίωσή» του. Με κάποιον τρόπο οι θεραπευτές πρέπει να καταφέρουν να βρουν μια ισορροπία, μια θέση οριοθέτησης/ελέγχου, απελευθερωτικής/υποστηρικτικής θεραπείας που θα διαμορφώνεται σταδιακά μέσα από τη σχέση και τον διάλογο. Οι κρίσεις των θεραπευτών σχετικά με την οριοθέτηση του κρατήματος και της εμπερίεξης πρέπει να είναι διαπραγματεύσιμες μέσα στο σχεσιακό πλαίσιο και όχι να υπηρετούν τυφλά τους κανόνες της κλινικής πρακτικής.

Ο θεραπευτής ως «ΕμπεριεγμένοςΕμπεριέκτης» 

Πέρα από την προσπάθεια να διαδράσει με την υποκειμενικότητα του θεραπευόμενου και να τη μεταμορφώσει, μέρος του τι κρατάει και εμπεριέχει ο θεραπευτής είναι και η δική του υποκειμενικότητα. Ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζει και να οριοθετεί τις δικές του εσωτερικές διεργασίες με έναν υγιή, μη αμυντικό τρόπο. Οι θεραπευτές πρέπει να έχουν αρκετή δύναμη και συναισθηματική επάρκεια ώστε να μην επιβαρύνουν τους θεραπευόμενους με δυσφορία και ταραχή που έχουν συσσωρεύσει μέσω των εμπειριών τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεραπευτής παραμένει αλώβητος και ανεπηρέαστος, ούτε θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα οχυρό. Χρειάζεται προσεκτική σκέψη και κρίση προκειμένου να γνωρίζει πότε πρέπει να αφήσει τα συναισθήματά του να διαφανούν και πότε να είναι πιο συγκρατημένος. 

Στην πραγματικότητα η ανοιχτή αναγνώριση, από μέρους του θεραπευτή, των ατελειών του, των περιορισμών του, ακόμα και της πιθανότητας τραυματισμού του, είναι αυτά που τον κάνουν ανθρώπινο και του επιτρέπουν να νιώσει ενσυναίσθηση για τους θεραπευόμενούς του και να εργαστεί προς όφελος τους. 

Αυτοί είναι οι λόγοι που κάνουν επιτακτική την εποπτεία, η έλλειψη της οποίας (ειδικά σε περιπτώσεις που συνδέονται με ανεπίλυτα θέματα του θεραπευτή) μπορεί να οδηγήσει σε εκμετάλλευση της θεραπείας ως μέσω εκδραμάτησης αυτών των θεμάτων (ή της οδήγησης του θεραπευόμενου στο να τα εκδραματίσει). Η εποπτεία προσφέρει μια ευκαιρία αναστοχασμού και είναι μέρος των ασφαλιστικών δικλείδων που πρέπει να περιβάλλουν κάθε θεραπευτή, βοηθώντας τον να κρατήσει και να εμπεριέξει υλικό που συχνά είναι δύσκολο, οδυνηρό και ενοχλητικό.      

Επιμέλεια/ Μετάφραση

Χριστίνα Φωτοπούλου
Ψυχολόγος

Πηγή: Chapter 5 from Finlay (2015 Relational Integrative Psychotherapy

Μοιράσου την σκέψη σου...

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *